- κύαμος
- (Cyamus). Γένος αμφίποδων καρκινοειδών, τα οποία αποτελούν εξωπαράσιτα πολλών κητωδών. Είναι γνωστά και ως ψείρες των φαλαινών.
* * *ο (AM κύαμος)1. το φυτό κουκιά2. ο καρπός τού φυτού κουκιά, το κουκίμσν.-αρχ.συν. στον πληθ. οι κύαμοιείδος μεγάλων κουκιών τα οποία χρησιμοποιούσαν ως τροφή χοίρων ή ίππων («κύαμοι μελανόχροες ἤ ἐρέβινθοι», Ομ. Ιλ.)αρχ.1. η ψήφος με την οποία εκλέγονταν οι άρχοντες στην Αθήνα μετά την εγκαθίδρυση τού δημοκρατικού πολιτεύματος («κυάμοισι τὰς ἀρχὰς αἱρέεσθαι», Λουκιαν.)2. μικρό μέτρο που είχε το μέγεθος κυάμου3. το πρώτο γάλα που σχηματίζεται στο στήθος κόρης που βρίσκεται στην εφηβεία και το οποίο κάνει σκληρές τις θηλές τών μαστών4. η θηλή τού μαστού5. στον πληθ. οι όρχεις6. φρ. (πυθαγόρειος ρήτρα) «κυάμων ἀπέχεσθαι» — να μην γίνεται χρήση κυάμων ως τροφής ή, υπαινικτικά, να μην γίνεται ανάμιξη στην πολιτική.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., που εμφανίζει επίθημα -αμος (πρβλ. θάλ-αμος). Κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με τη λ. κυέω*. Το θ. τής λ. εμφανίζουν τα ανθρωπωνύμια Κυαμᾶς, Κύαμος.ΠΑΡ. αρχ. κυάμειος, κυαμεύω, κυαμιαίος, κυαμίας, κυαμίζω, κυαμίτις, κυαμώναρχ.-μσν.κυάμινοςμσν.κυάμιον.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κυαμόβολος, κυαμοβόλος, κυαμοτρώξ, κυαμοφαγίανεοελλ.κυαμοειδής. (Β' συνθετικό) αρχ. διοσκύαμος, θερμοκύαμος, υοσκύαμος].
Dictionary of Greek. 2013.